dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
εκπαιδευτική βοήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hilfe im Ausbildungswesen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εκπαιδευτική βοήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lernhilfe
Ⓦ
Ⓖ
…